- ουρογεννητικό σύστημα
- (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η προέλευση αυτή αναγνωρίζεται σε μερικά εμβρυϊκά υπολείμματα και στο γεγονός ότι, ιδίως στον άρρενα, τα δύο συστήματα τελειώνουν με κοινά όργανα. Το ουροποιητικό τμήμα του συστήματος περιλαμβάνει τα δύο νεφρά, τις δύο νεφρικές πυέλους και τους ουρητήρες που καταλήγουν στην ουροδόχο κύστη, από την οποία ξεκινάει η ουρήθρα, που μεταφέρει τα ούρα έξω από το σώμα. Οι νεφρικοί κάλυκες διακρίνονται σε ελάσσονες που μαζεύουν τα ούρα από τις θηλές των πυραμίδων και συγκεντρώνονται σε μείζονες κάλυκες (δυο-τρεις για κάθε νεφρό) που ενώνονται σε μια ενιαία κοιλότητα για κάθε νεφρό, τη νεφρική πύελο. Όλοι αυτοί οι σχηματισμοί βρίσκονται στην κοίλη πλευρά του νεφρού. Η κάθε νεφρική πύελος συνεχίζεται στο κάτω μέρος της με τον ουρητήρα, ο οποίος είναι μακρός μυομεμβρανώδης σωλήνας που, διατηρούμενος σε οπισθοπεριτοναϊκή θέση, πορεύεται προς τα κάτω στο πλάι της σπονδυλικής στήλης και στη συνέχεια διασχίζει το λαγόνιο βόθρο για να φτάσει στο κάτω και πίσω μέρος της ουροδόχου κύστης, όπου και εκβάλλει. Οι μυικές ίνες του τοιχώματος του ουρητήρα επιτρέπουν σε αυτόν τον αγωγό να συμμετέχει ενεργά στην αποχέτευση των ούρων δια κινήσεων περισταλτικού τύπου.
Η ουροδόχος κύστη είναι ένα κοίλο όργανο που βρίσκεται στην ελάσσονα πύελο. Το σχήμα της ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος του περιεχομένου της που κατά μέσον όρο φτάνει περίπου σε 400 κ. εκ., παρόλο που σε παθολογικές καταστάσεις μπορεί να διαταθεί από μεγαλύτερες ποσότητες ούρων. Τα τοιχώματα της, διασταλτά και συσταλτά, σχηματίζονται εσωτερικά, από ένα βλεννογόνο, στη μέση από μυϊκές ίνες και εξωτερικά στο επάνω και οπίσθιο μέρος από το περιτόναιο, και στο υπόλοιπο από ινώδη συνδετικό ιστό.
Το ουροποιητικό σύστημα τελειώνει με την ουρήθρα, η οποία είναι αγωγός που ξεκινάει από το εμπρός κάτω τμήμα της ουροδόχου κύστης και φτάνει στην έξω επιφάνεια του σώματος, ύστερα από πολύ μικρή διαδρομή στο θήλυ και πιο μακριά στον άρρενα. Το πρώτο τμήμα της ουρήθρας περιβάλλεται από λείες και γραμμωτές μυϊκές ίνες, που σχηματίζουν αντίστοιχα τον έσω και έξω σφιγκτήρα της και οι οποίοι με τη σύσπαση τους εμποδίζουν την έξοδο των ούρων. Η ουροδόχος κύστη αποβάλλει περιοδικά το περιεχόμενο της με τη σύσπαση των μυϊκών ινών της, ενώ συγχρόνως χαλαρώνονται οι σφιγκτήρες της ουρήθρας. Η λειτουργία αυτή, αυτόματη στο βρέφος, σε μεγαλύτερη ηλικία ελέγχεται από τη βούληση και εξαράται από μια σειρά νευρικών αντανακλαστικών, που έχουν τα κέντρα τους στο ιερό πλέγμα και στο τελευταίο τμήμα του νωτιαίου μυελού. Εκτός από τα νοσήματα του νεφρού, οι παθήσεις του ουροποιητικού συστήματος είναι συχνότερα φλεγμονώδεις. Συναντώνται συχνά κυστίτιδες και πυελίτιδες, όπως επίσης ουρηθρίτιδες, που οφείλονται κατά μεγάλο μέρος σε γονόκοκκο. Πολύ σημαντικές είναι και οι παθήσεις που εμποδίζουν τη δίοδο των ούρων σε ένα οποιοδήποτε σημείο του ουροποιητικού συστήματος (λίθοι, συμπιέσεις, νεοπλασματικές διηθήσεις κ.ά.) για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν επί της εκκριτικής λειτουργίας του νεφρού. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να επισημανθούν και τα νευρικά νοσήματα που αλλοιώνουν τον μηχανισμό της ούρησης. Σχετικά συχνές, τέλος, είναι οι νεοπλασίες της ουροδόχου κύστης.
Το γεννητικό σύστημα του άντρα μεριμνά για τον σχηματισμό των αρρένων γαμετοκυττάρων, δηλαδή των σπερματοζωαρίων και για την αποβολή τους με ένα ειδικό υγρό, το σπερματικό υγρό, στην έκκριση του οποίου συμμετέχουν διάφοροι αδένες. Οι γεννητικοί αδένες του άντρα ονομάζονται όρχεις και βρίσκονται στο όσχεο. Αποτελούνται από πολυάριθμα λοβία, σε κάθε ένα από τα οποία περιέχονται 1-3 εσπειραμένα σπερματικά σωληνάρια συνεστραμμένα και τυλιγμένα σαν κουβάρι· από τα κύτταρα του τοιχώματος αυτών των σωληνάριων σχηματίζονται τα σπερματοζωάρια. Τα εσπαραμένα σπερματικά σωληνάρια των λοβίων συνεχίζονται σε όλο και μεγαλύτερα και λιγότερα σωληνάρια, τα οποία τελικά συρρέουν σε ένα και μόνο σωληνάριο, που βρίσκεται, πλέον εκτός του όρχεως. Αυτός ο σωλήνας, αρχικά βρίσκεται μέσα σε έναν ειδικό σχηματισμό, που ονομάζεται επιδιδυμίς, κατόπιν γίνεται ανεξάρτητος και με την ονομασία σπερματικός πόρος ανεβαίνει κατά μήκος του βουβωνικού πόρου, αυτού του ίδιου που διατρέχουν οι βουβωνικές κήλες, για να φτάσει στην ελάσσονα πύελο και στη συνέχεια να καταλήξει σε μια μικρή δεξαμενή (σπερματοδόχος κύστη) που βρίσκεται πίσω από το κάτω μέρος της ουροδόχου κύστης. Από τη σπερματοδόχο κύστη ξεκινάει ένας άλλος σωλήνας που φέρει το σπερματικό υγρό στο αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι γεννητικοί αδένες του άντρα, έχουν και σημαντική ενδοκρινή λειτουργία, αποτελώντας την κύρια έδρα παραγωγής της τεστοστερόνης. Από τις παθήσεις του όρχεως, πιο σημαντικές είναι οι ορχίτιδες, δηλαδή οι φλεγμονώδεις διαδικασίες, που μπορεί να είναι διάφορης προέλευσης και να προκαλέσουν, όταν η πάθηση είναι βαριά και προσβάλει τους δυο όρχεις, στειρότητα. Από τους αδένες που βρίσκονται σε ανατόμολειτουργική σχέση με το γεννητικό σύστημα του άντρα ο πιο σημαντικός είναι ο προστάτης, που περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Αυτός ο αδένας, σε προχωρημένη ηλικία, υπόκειται σε μια ειδική υπερτροφία, τα αίτια της οποίας δεν είναι ακόμα γνωστά πλήρως. Εξαιτίας της ανατομικής θέσης του προστάτη, η αύξηση του όγκου του προκαλεί αλλοιώσεις στη διαβατότητα της ουρήθρας, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη λίμναση των ούρων στην ουροδόχο κύστη· από αυτό εξαρτάται ολόκληρη σχεδόν η παθολογία της υπερτροφίας του προστάτη. Ο αδένας αυτός παρουσιάζει με σχετική συχνότητα και νεοπλασίες.
Στη γυναίκα το γεννητικό σύστημα προορίζεται, εκτός από την παραγωγή του θηλυκού γαμετοκκύτταρου (ωάριου), για την προστασία, τη θρέψη και την αποβολή του προϊόντος της γονιμοποίησης.
Οι γεννητικοί αδένες της γυναίκας (ωοθήκες) βρίσκονται στον ελάσσονα πύελο, κολλημένες στο περιτόναιο. Σε αυτές σχηματίζονται το ωάριο και οι δύο γεννητικές ορμόνες της γυναίκας, η ωοθυλακίνη και η ωχρίνη. Για την προστασία, την ανάπτυξη και την αποβολή του εμβρύου μεριμνά η μήτρα, όργανο κοίλο, που βρίσκεται στη μέση γραμμή του σώματος, στην ελάσσονα πύελο, πίσω από την ουροδόχο κύστη, μπροστά από το ορθό. Η μήτρα έχει, γενικά, το σχήμα αναποδογυρισμένου αχλαδιού. Τα τοιχώματά της, από τα μέσα προς τα έξω αποτελούνται από ένα βλεννογόνο, κατόπιν από ένα ισχυρό μυϊκό στρώμα, το μυομήτριο, και τέλος το περιτόναιο, που επενδύει μόνο τα άνω δύο τρίτα του οργάνου. Κατά την κύηση, μέρος του πλακούντα σχηματίζεται από το βλεννογόνο της μήτρας· στη σύσπαση των μυϊκών ινών του μυομητρίου οφείλεται κατά μεγάλο μέρος η ώθηση που εξωθεί το έμβρυο κατά τον τοκετό. Από το ψηλότερο μέρος της μήτρας ξεκινούν, ένας από κάθε πλευρά, δύο σωλήνες, που κατευθύνονται στα πλάγια προς τις ωοθήκες, στις οποίες και καταλήγουν, και τις περιβάλλουν με μια κροσσωτή διεύρυνση. Οι σωλήνες αυτοί ονομάζονται ωαγωγοί ή σάλπιγγες, μέσω των οποίων περνάει το ωάριο από τις ωοθήκες στην κοιλότητα της μήτρας. Στο γεννητικό σύστημα της γυναίκας ανήκουν ο κόλπος ή κολεός, κυλινδρικό μυομεμβρανώδες όργανο που συνδέει τη μήτρα με τα έξω γεννητικά όργανα, και μερικοί εξωκρινείς αδένες.
Η παθολογία των ωοθηκών και της μήτρας είναι ευρύτατη. Οι φλεγμονές των ωοθηκών (ωοθηκίτιδες) είναι μάλλον συχνές, όπως και των σαλπίγγων (σαλπηγγίτιδες). Συχνά η φλεγμονή πλήττει συγχρόνως και τα δύο όργανα και τότε μιλάμε για εξαρτηματίτιδα. Για τη μήτρα οι συχνότερες παθήσεις είναι οι φλεγμονές (μητρίτιδες) και εκείνες που προκαλούνται από ενδοκρινείς διαταραχές. Τέλος, τόσο οι ωοθήκες όσο και η μήτρα προσβάλλονται από νεοπλασίες. Ο καρκίνος του αυχένα της μήτρας για παράδειγμα είναι μια αρκετά συχνή νεοπλασία.
Dictionary of Greek. 2013.